- πνευματορήτωρ
- -ωρος, ὁ, Μρήτορας που αγορεύει εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα («τοῡ πνευματορήτορος Παῡλου τὰ ἐπιστόλια», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ῥήτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek